ξεπλατίζω

ξεπλατίζω
μετ.
1) вывихивать плечо; 2) переутомлять, перегружать (ношением тяжестей)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξεπλατίζω" в других словарях:

  • ξεπλατίζω — ξεπλατίζω, ξεπλάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπλατίζω — 1. εξαρθρώνω την ωμοπλάτη κάποιου 2. καταπονώ τους ώμους ή την πλάτη κάποιου με βαρύ φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πλάτη] …   Dictionary of Greek

  • ξεπλατίζω — ξεπλάτισα, ξεπλατίστηκα, ξεπλατισμένος 1. αφαιρώ, βγάζω την πλάτη κάποιου. 2. μτφ., κουράζω υπερβολικά κάποιον με βάρος στους ώμους ή τα χέρια: Ξεπλατίστηκα να κρατώ στην αγκαλιά μου όλη τη μέρα το μωρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεπλάτισμα — το [ξεπλατίζω] 1. εξάρθρωση τής ωμοπλάτης 2. καταπόνηση από βαρύ φορτίο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»